A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταλλήγω — (Α) (επικ.τ.) βλ. μεταλήγω … Dictionary of Greek
μεταλήγω — μεταλήγω, επικ. τ. μεταλλήγω (Α) παύω, σταματώ, διακόπτω κάτι … Dictionary of Greek